Σε ένα απομακρυσμένο χωριό κάποιο κρύο απόγευμα του χειμώνα, μεσούσης μίας καταιγίδας, ένας άγνωστος άντρας βρίσκει καταφύγιο στην παλιά αποθήκη μίας φάρμας . Είναι μουσκεμένος , κρυώνει και έχει ένα μικρό τραύμα στο κεφάλι. Δεν θυμάται τι έχει συμβεί και πως έφτασε στην αποθήκη. Φορά ένα ακριβό κοστούμι και ένα χρυσό ρολόι αλλά δεν έχει ούτε ταυτότητα ούτε τηλέφωνο.
Κατά την παραμονή του εκεί γίνεται αντιληπτός από την κόρη του ιδιοκτήτη της φάρμας. Η κόρη ενημερώνει τους γονείς της και έτσι αρχίζει η ιστορία.
Ο άγνωστος επισκέπτης είναι ευγενικός πλην όμως τρομάζει την οικογένεια που προσπαθεί να μάθει πληροφορίες. Η καταιγίδα έχει διακόψει τις επικοινωνίες δεν υπάρχει ρεύμα και η επαφή με τον έξω κόσμο είναι αδύνατη. Αρχικά κυριαρχεί φόβος για τον άγνωστο άντρα όμως σιγά-σιγά ξυπνάνε συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας. Ο άντρας χρειάζεται βοήθεια. Το τραυματισμένο του κεφάλι ανησυχεί τους ιδιοκτήτες. Η μόνη ελπίδα επικοινωνίας είναι ένας παλιός χαλασμένος ασύρματος που κάποτε λειτουργούσε με μπαταρία. Ο μόνος που ξέρει να τον επιδιορθώσει είναι ο Νταλί, ένας εργάτης της φάρμας. Στην προσπάθεια τους να καλέσουν, μέσω του ασυρμάτου βοήθεια, οι χαρακτήρες ξεδιπλώνουν. Ο άγνωστος είναι η ευκαιρία να μιλήσουν για όσα δεν τους επέτρεπε η μικρή κοινωνία του χωριού και οι περιστάσεις. Θα ανταποκριθεί κανείς;
ΘΕΜΑ
Μέσα από το πρίσμα της σάτιρας το έργο προσπαθεί να αναδείξει ένα ευαίσθητο και λεπτό θέμα της σύγχρονης κοινωνίας.
Η Εσωτερική μοναξιά.
Ακροβατώντας στο λεπτό νήμα που χωρίζει το γέλιο από το κλάμα, την μοναξιά από την μοναχικότητα, ο συγγραφέας επιδιώκει να προσεγγίσει τα αχαρτογράφητα νερά της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων του.
Πόσο μόνοι είμαστε τελικά; Κι αν, από επιλογή, αποφασίσαμε να μένουμε μόνοι, τι μας ώθησε σε αυτό; Κυλώντας από την περιστασιακή και την εξελικτική μοναξιά , στα βαθιά ¨φαράγγια¨ της εσωτερικής μοναξιάς ορθώσαμε έναν τοίχο μέσα μας. Προστατεύοντας , όμως, τα όμορφα συναισθήματα μας, δίχως να το καταλάβουμε τα κάναμε αιχμάλωτα.
Εσώκλειστα. Φυλακισμένα. Ξεχασμένα στην ¨παλιά αποθήκη¨ του μυαλού μας, σέρνουν βαριές τις αλυσίδες τους . Τριγυρίζουν καταραμένα σε εκείνα τα, φαινομενικά, ήσυχα βράδια μας, κάνοντας εκκωφαντική την αποχή μας.
Η φύση μας προίκισε να τα γεννάμε για να τα προσφέρουμε. Κι αν δεν το κάνουμε, όσο μεγαλώνουμε, τόσο αυτά θα συνωστίζονται μέσα μας.
Όλα όμως και όχι πάντα μαγικά μπορούν να αλλάξουν. Τα τείχη γκρεμίζονται ξαφνικά και δραπετεύουν οι αλήθειες μας. Χορεύουν γύρω μας ελεύθερα τα συναισθήματα μας.
Το ξεχειλισμένο απόθεμα βρίσκει με μιας κανάλι και ορμητικό ξεχύνεται από το βλέμμα μας
….. Η συνέχεια στο σανίδι